αταξινόμητος

αταξινόμητος
-η, -ο
αυτός που δεν ταξινομήθηκε: Το συγκεντρωμένο αυτό λαογραφικό υλικό μένει δυστυχώς αταξινόμητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αταξινόμητος — η, ο αυτός που δεν έχει ταξινομηθεί, που δεν έχει καταταχθεί με ορισμένη τάξη ή σε ορισμένο σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταξινομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ηρ. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”